- σκαπετίζω
- και σκαπετώ Ν1. γίνομαι άφαντος τρέχοντας, δραπετεύω, τό σκάω2. εξαφανίζομαι περνώντας την κορυφή υψώματος3. (γενικά) διαφεύγω κίνδυνο, ξεφεύγω, γλυτώνω.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. scappare «φεύγω, τρέχω, ξεφεύγω»].
Dictionary of Greek. 2013.